αξεκαθάριστος

αξεκαθάριστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν ξεκαθαρίστηκε: Οι μεταξύ τους λογαριασμοί έμεναν ακόμη αξεκαθάριστοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αξεκαθάριστος — η, ο αδιευκρίνητος, ατακτοποίητος («λογαριασμός αξεκαθάριστος») …   Dictionary of Greek

  • αξεμπέρδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεμπερδεύτηκε, που δεν απαλλάχθηκε από μπέρδεμα, περιπλοκή 2. αδιευκρίνιστος, ατακτοποίητος, αξεκαθάριστος 3. (για πρόσωπο) αυτός που δεν εξοντώθηκε …   Dictionary of Greek

  • αδιευκρίνιστος — η, ο αξεκαθάριστος, σκοτεινός: Οι προθέσεις του μένουν πάντα αδιευκρίνιστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”